Greek

Επεξηγήσεις όρων από τον κόσμο των χρηματοοικονομικών εν γένει και από τη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ειδικότερα, καθώς και από τον τομέα του εποπτικού δικαίου και της διαχείρισης του δημόσιου χρέους, που συμπληρώνονται κατόπιν διαφόρων αιτημάτων με ορισμένους βασικούς τραπεζικούς και χρηματιστηριακούς όρους, απαραίτητους για την κατανόηση της πολιτικής της κεντρικής τράπεζας, καθώς και παλαιότερες και νεότερες εκφράσεις που αναφέρονται γλωσσικά στο “χρήμα”, περιγραφή ορισμένων από τους φορείς και τα φόρουμ που είναι σημαντικά για τη συνεργασία σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο σε θέματα νομισματικής πολιτικής, καθώς και παραπομπές σε αντίστοιχα τεχνικά άρθρα της Μηνιαίας Έκθεσης της Deutsche Bundesbank, της Μηνιαίας Έκθεσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ετήσιας Έκθεσης της Ομοσπονδιακής Εποπτικής Αρχής Χρηματοοικονομικών Θεμάτων, καθώς και – καθ’ όλη τη διάρκεια – στις συνθήκες και τις νομικές σχέσεις στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Αλφαβητικά ταξινομημένο, με τους αντίστοιχους αγγλικούς τεχνικούς όρους, και καταρτισμένο κυρίως με βάση επίσημες δημοσιεύσεις. Χρησιμοποιώντας τη λειτουργία αναζήτησης του προγράμματος περιήγησης, μπορούν επίσης να βρεθούν πολλοί όροι που δεν έχουν τη δική τους λέξη-κλειδί.

Απόρριψη (απόρριψη)

Σε σχέση με τις συναλλαγές με κάρτες μετρητών, η αρνητική απάντηση σε αίτημα εξουσιοδότησης από την τράπεζα έκδοσης της κάρτας. Δημιουργείται και αποθηκεύεται ένα κρυπτόγραμμα ελέγχου ταυτότητας της εφαρμογής, προκειμένου να φιλτράρονται οι επιφανείς χρήστες της κάρτας. – Βλέπε εξουσιοδότηση, πληρωμή μέσω υπολογιστή, χρήματα, ηλεκτρονικά, κλειδαριά ΑΤΜ, πορτοφόλι, ηλεκτρονικά, κάρτα μετρητών, ξέπλυμα χρήματος, πιστοποίηση ταυτότητας… read more »

Προμήθεια έναρξης, τραπεζική προμήθεια- προμήθεια απόκτησης, προμήθεια διεκπεραίωσης

Σε περίπτωση πιστωτικής σύμβασης με την τράπεζα, επιστροφή των εξόδων για τη χρήση των υπηρεσιών του ιδρύματος (αμοιβή που χρεώνεται από την εκμισθώτρια τράπεζα και χρησιμοποιείται για την κάλυψη των δαπανών που συνδέονται με τη διαδικασία της χρηματοδοτικής μίσθωσης). – Το ποσό που συνήθως χρεώνουν οι οικοδομικές και ασφαλιστικές εταιρείες στον πελάτη για τα έξοδα… read more »

Καπιταλισμός απουσίας

Υποτιμητικός όρος για το γεγονός ότι οι επενδυτές συχνά δεν συνδέονται πλέον προσωπικά με μια επιχείρηση, όπως συνέβαινε παλαιότερα με τους μετόχους και τις δανείστριες τράπεζες (η επένδυση σε μια επιχείρηση από επενδυτές που δεν θα έχουν καμία επαφή με την επιχείρηση ή τους εργαζόμενους). Ναι, σε πολλές περιπτώσεις οι επενδυτές δεν γνωρίζουν καθόλου την… read more »

Μέτρο εξαίρεσης

Στην περίπτωση των προσφορών εξαγοράς, η δυνατότητα της ενδιαφερόμενης εταιρείας να αποτρέψει την επιτυχία μιας αντίστοιχης προσφοράς. Επειδή σε (σχεδόν) κάθε περίπτωση θίγονται επίσης τα δικαιώματα των μετόχων, των τραπεζών και άλλων συμμετεχόντων στην αγορά, οι εποπτικές αρχές εξετάζουν την εκάστοτε διαδικασία προσφοράς ως προς τη συνέπειά της σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο περί εξαγοράς… read more »

Πληρωμή με δόσεις (τμηματική πληρωμή, πληρωμή με δόσεις, εκκαθάριση)

Μερική πληρωμή ενός ποσού σε δόσεις. – Η εξόφληση ενός χρέους με πληρωμή (η περιοδική καταβολή ενός σταθερού ποσού που περιλαμβάνει τόκους και κεφάλαιο). – Βλέπε δάνειο, σφαίρα, εξόφληση. Προσοχή: Η οικονομική εγκυκλοπαίδεια προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για ιδιωτικούς σκοπούς χωρίς ρητή συγκατάθεση! Καθηγητής Πανεπιστημίου Dr. Gerhard Merk, Dipl.rer.pol., Dipl.rer.oec…. read more »

Δεδουλευμένο ομόλογο

Ένα ομόλογο που πληρώνει τόκο. Ωστόσο, οι συσσωρευμένοι τόκοι καταβάλλονται μόνο όταν πωλείται το ομόλογο (ομόλογο στο οποίο οι τόκοι συσσωρεύονται αλλά δεν καταβάλλονται στον κάτοχο του ομολόγου μέχρι τη λήξη του- δηλαδή: οι τόκοι προστίθενται ξανά στο κεφάλαιο και υπολογίζονται περαιτέρω τόκοι επί του νέου, μεγαλύτερου κεφαλαίου). – Βλ. αρχή δεδουλευμένης βάσης, ομόλογο προσόδου,… read more »

Διεύθυνση

Με την ευρύτερη έννοια, οποιοσδήποτε ενεργεί ως προμηθευτής ή αγοραστής στη χρηματοπιστωτική αγορά, είτε πρόκειται για φυσικό είτε για νομικό πρόσωπο. – Πελάτης που συνάπτει δάνειο σε τράπεζα: δανειολήπτης. – Λέγεται από τους οικονομικούς δημοσιογράφους κυρίως με την έννοια των – σημαντικών παρόχων στη χρηματοπιστωτική αγορά, κυρίως των τραπεζών, – σημαντικών ζητητών, κυρίως των hedge… read more »

Πρακτορείο και στο Α επίσης πρακτορείο (τράπεζα πρακτορείου)

Σε σχέση με τη χρηματοπιστωτική αγορά, η αντιπροσώπευση ενός ιδρύματος στο εξωτερικό (μορφή οργάνωσης που χρησιμοποιείται συχνά από ξένες τράπεζες για να εισέλθουν σε μια ξένη αγορά, ιδίως στις ΗΠΑ. Μια τράπεζα πρακτορείου γενικά δεν μπορεί να δέχεται καταθέσεις ή να χορηγεί δάνεια στο όνομά της- ενεργεί ως αντιπρόσωπος της μητρικής τράπεζας). Το εύρος των… read more »

Τέλος απογείωσης

Τέλος που επιβάλλεται στους ταξιδιώτες από τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα ή την περιφερειακή αρχή στην επικράτεια της οποίας βρίσκεται ο αερολιμένας, συχνά κλιμακωτά ανάλογα με τις πτήσεις εσωτερικού και εξωτερικού. Τα έσοδα από αυτό προορίζονται συνήθως για την παροχή και τη συντήρηση των εγκαταστάσεων του αεροδρομίου. – Θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ αυτού… read more »

Εκροή

Στην περίπτωση μιας επιχείρησης, οι δαπάνες, που συνήθως αφορούν μια χρονική περίοδο, όπως ένας μήνας ή ένα έτος (μετρητά που εκρέουν από μια επιχείρηση από όλες τις πηγές κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου, όπως η αγορά παραγωγικών συντελεστών, μηχανημάτων, η αποπληρωμή δανεισμού κ.λπ.) – Σε οικονομικούς όρους, το ισοζύγιο της αγοράς ξένων περιουσιακών στοιχείων… read more »

Sidebar